Μια από τις πιο χαρακτηριστικές παραδόσεις των ελληνικών Χριστουγέννων είναι οι καλικάντζαροι. Οι πιο παλιοί θα θυμόμαστε τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια κοντά στο τζάκι, ή τη σόμπα πετρελαίου, που η γιαγιά μάς εξιστορούσε ιστορίες για καλικάντζαρους. Άλλοτε αστείες κι άλλοτε τρομακτικές, μας διασκέδαζαν και μας μάθαιναν ότι μαζί με το καλό υπάρχει και το κακό, κι ότι η πίστη και η εξυπνάδα μπορούν να νικήσουν και τον πιο φοβερό εχθρό.
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Το Δωδεκαήμερο βαστάει από τις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα των Χριστουγέννων, μέχρι τις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Φώτων. Στα παλιά χρόνια οι γιαγιάδες λέγανε στα εγγονάκια τους, για να κάθονται ήσυχα, ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι.
Μα τι ήταν αυτοί οι καλικάντζαροι;
Όπως λοιπόν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες, ήταν αερικά, ξωτικά. Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι μεταξύ ζώου και ανθρώπου που συνέχεια, όλη την ώρα, χοροπηδούσαν γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Αρχηγός τους ήταν ο Μαντρακούκος, κουτσός και άγριος, και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθούσε ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγάριζε όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Έπειτα ο Κωλοβελόνης, που ήταν αδύνατος και σουβλερός σαν μακαρόνι και περνούσε από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος ήταν ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια που κρέμονταν από το στόμα του. Κανένας δεν έμοιαζε με τον άλλο και ο καθένας είχε το κουσούρι του.
Αρχηγός τους ήταν ο Μαντρακούκος, κουτσός και άγριος, και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθούσε ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγάριζε όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Έπειτα ο Κωλοβελόνης, που ήταν αδύνατος και σουβλερός σαν μακαρόνι και περνούσε από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος ήταν ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια που κρέμονταν από το στόμα του. Κανένας δεν έμοιαζε με τον άλλο και ο καθένας είχε το κουσούρι του.
Οι καλικάτζαροι όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω κόσμο. Γι΄ αυτό λοιπόν, άλλοι με πριόνια, άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλντάδες έβαζαν όλη τη δύναμή τους για να κόψουν τους στύλους, που πάνω σε αυτούς στηριζόταν η γη και να την κάνουνε να βουλιάξει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η γη και τους πλακώσει, έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο, στη γη, για να τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Έτσι λοιπόν οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο γύριζαν στους δρόμους, ανέβαιναν στα κεραμίδια και ,καμιά φορά όπως λέγανε, έμπαιναν από την καμινάδα του τζακιού σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους. Γι΄ αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι, γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Λέγανε κάποιοι παλιά, πως μια γυναίκα, αφού ετοίμασε τα γλυκά της, βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε: «του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να ΄ναι μέρα»
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα, πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο. Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια.
Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια. Άρπαξαν τα παιδιά, τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελλό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν: «Ω! ... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα ...»
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια, αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί...
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια.
Αυτά λέγανε οι παλιοί για τους καλικάντζαρους κι όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει, όλο το Δωδεκαήμερο.
Εσείς όμως, σήμερα, δεν πιστεύω να φοβηθήκατε, γιατί όλα αυτά είναι ωραία παραμυθάκια του παλιού καιρού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου