Γνήσιος απόγονος κλεφταρματολών και μεγάλος πατριώτης, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, εκπρόσωπος της Επτανησιακής σχολής και μεγάλος υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας.
Γεννήθηκε το 1824 στη Λευκάδα και καταγόταν από την ξακουσμένη γενιά των αρματολών της Βαλαώρας του 17ου αιώνα. Σπούδασε φιλολογία στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής.
Αναμίχθηκε από πολύ νέος στην πολιτική και σε κάθε εθνική κίνηση που απέβλεπε στη λευτεριά των ακόμα σκλαβωμένων στους Τούρκους ελληνικών εδαφών. Το 1854 πήρε ενεργό μέρος στον Ηπειρωτικό απελευθερωτικό αγώνα και, καθότι Βρετανός υπήκοος, κατηγορήθηκε από τους Βρετανούς για εσχάτη προδοσία. Η απάντησή του στην απαγγελία της κατηγορίας από τον Άγγλο αρμοστή Τζορτζ Γουόρντ υπήρξε αποστομωτική:
«Συγγνώμην! Φαίνεσθε λησμονούντες ότι εγώ δεν είμαι Άγγλος,
αλλά Έλλην, κι επομένως αντίθετος τις ενέργειά μου θα απετέλει
πράγματι έγκλημα εσχάτου προδοσίας».
Το 1857 εκλέχτηκε βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε και τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, «Τα Μνημόσυνα», που τον καθιέρωσε σαν ποιητή και απέσπασε πλήθος εγκωμίων, αλλά και το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος από τον Όθωνα.
Ως μέλος της Βουλής των Ελλήνων διακρίθηκε για το ήθος του και το σθένος με το οποίο υπερασπιζόταν τις ιδέες του. Όμως, ο ντόμπρος χαρακτήρας του δε συμβάδιζε με τους κανόνες της πολιτικής και, όταν μια μέρα αγανακτισμένος χτύπησε αμυνόμενος τον βουλευτή Γεώργιο Ιακωβάτο, αποφάσισε να εγκαταλείψει δια παντός την πολιτική.
Αποσύρθηκε στο ιδιόκτητο γραφικό νησάκι του, τη Μαδούρη, καταγινόμενος αποκλειστικά με την ποιητική δημιουργία του. Μόνο δύο φορές άφησε το καταφύγιό του μέχρι τον θάνατό του. Την πρώτη φορά το 1866 για να ενισχύσει από την Αθήνα τον Αγώνα της Κρητικής Επανάστασης και τη δεύτερη το 1872, όταν κλήθηκε να εκφωνήσει πανηγυρικό ποίημα στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου.
Μπροστά στις χιλιάδες λαού που είχαν συρρεύσει από όλα τα μέρη της Ελλάδας, απήγγειλε το ποίημα του, που ως γνωστόν αρχίζει έτσι:
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας διδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;
Στη μεγάλη ποιητική του συλλογή ανήκουν τα ηρωικά ποιήματα, ο «Διάκος», ο «Αστραπόγιαννος», ο «Φωτεινός», ο «Θανάσης Βάγιας», η «Φυγή», αλλά και το ρομαντικό επικό ποίημα «Κυρά Φροσύνη», που είχε αφιερώσει στην πολυαγαπημένη του σύζυγο, Ελοΐσια.
Με όπλα του την άσβεστη πατριωτική του φλόγα, την πηγαία του έμπνευση και τη γλώσσα του λαού, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης καθιερώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες λογοτέχνες και ποιητές. Απεβίωσε το 1879 στη Λευκάδα σε ηλικία 55 ετών.
Γεννήθηκε το 1824 στη Λευκάδα και καταγόταν από την ξακουσμένη γενιά των αρματολών της Βαλαώρας του 17ου αιώνα. Σπούδασε φιλολογία στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής.
Αναμίχθηκε από πολύ νέος στην πολιτική και σε κάθε εθνική κίνηση που απέβλεπε στη λευτεριά των ακόμα σκλαβωμένων στους Τούρκους ελληνικών εδαφών. Το 1854 πήρε ενεργό μέρος στον Ηπειρωτικό απελευθερωτικό αγώνα και, καθότι Βρετανός υπήκοος, κατηγορήθηκε από τους Βρετανούς για εσχάτη προδοσία. Η απάντησή του στην απαγγελία της κατηγορίας από τον Άγγλο αρμοστή Τζορτζ Γουόρντ υπήρξε αποστομωτική:
«Συγγνώμην! Φαίνεσθε λησμονούντες ότι εγώ δεν είμαι Άγγλος,
αλλά Έλλην, κι επομένως αντίθετος τις ενέργειά μου θα απετέλει
πράγματι έγκλημα εσχάτου προδοσίας».
Το 1857 εκλέχτηκε βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε και τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, «Τα Μνημόσυνα», που τον καθιέρωσε σαν ποιητή και απέσπασε πλήθος εγκωμίων, αλλά και το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος από τον Όθωνα.
Ως μέλος της Βουλής των Ελλήνων διακρίθηκε για το ήθος του και το σθένος με το οποίο υπερασπιζόταν τις ιδέες του. Όμως, ο ντόμπρος χαρακτήρας του δε συμβάδιζε με τους κανόνες της πολιτικής και, όταν μια μέρα αγανακτισμένος χτύπησε αμυνόμενος τον βουλευτή Γεώργιο Ιακωβάτο, αποφάσισε να εγκαταλείψει δια παντός την πολιτική.
Αποσύρθηκε στο ιδιόκτητο γραφικό νησάκι του, τη Μαδούρη, καταγινόμενος αποκλειστικά με την ποιητική δημιουργία του. Μόνο δύο φορές άφησε το καταφύγιό του μέχρι τον θάνατό του. Την πρώτη φορά το 1866 για να ενισχύσει από την Αθήνα τον Αγώνα της Κρητικής Επανάστασης και τη δεύτερη το 1872, όταν κλήθηκε να εκφωνήσει πανηγυρικό ποίημα στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου.
Μπροστά στις χιλιάδες λαού που είχαν συρρεύσει από όλα τα μέρη της Ελλάδας, απήγγειλε το ποίημα του, που ως γνωστόν αρχίζει έτσι:
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μας διδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;
Στη μεγάλη ποιητική του συλλογή ανήκουν τα ηρωικά ποιήματα, ο «Διάκος», ο «Αστραπόγιαννος», ο «Φωτεινός», ο «Θανάσης Βάγιας», η «Φυγή», αλλά και το ρομαντικό επικό ποίημα «Κυρά Φροσύνη», που είχε αφιερώσει στην πολυαγαπημένη του σύζυγο, Ελοΐσια.
Με όπλα του την άσβεστη πατριωτική του φλόγα, την πηγαία του έμπνευση και τη γλώσσα του λαού, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης καθιερώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες λογοτέχνες και ποιητές. Απεβίωσε το 1879 στη Λευκάδα σε ηλικία 55 ετών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου