Οι κάμποι της Ελλάδας διασχίζονται από τους ελληνικούς ποταμούς. Αν και διανύουν αρκετά χιλιόμετρα (Αλιάκμονας, 314χλμ., Έβρος, 253χλμ., Πηνειός, 223χλμ., Αχελώος, 216χλμ., Νέστος, 143 χλμ.) οι ποταμοί της Ελλάδας δεν είναι πλωτοί, αλλά ατροφικοί και ανήσυχοι. Ακολουθούν τις φιδίσιες διαδρομές τους, άλλοτε στην επιφάνεια της γης κι άλλοτε υπόγεια, άλλοτε με λιγοστό νερό κι άλλοτε πλημμυρίζοντας τις στενές πεδιάδες που διασχίζουν, και καταλήγουν στη θάλασσα.
Από παλιά οι Έλληνες αναγνώριζαν το διπλό πρόσωπο του ποταμού, που άλλοτε ζωοδότης πρόσφερε τα νερά του για να ποτίσουν τη γη και τα ζώα τους και να ξεδιψάσουν κι άλλοτε καταστροφικός φούσκωνε και παράσερνε τις καλλιέργειες και το βιος τους.
Στην αρχαιότητα κάθε ποταμό τον θεωρούσαν θεό και προσπαθούσαν να τον εξευμενίσουν, αργότερα πίστευαν ότι στους ορμητικούς ποταμούς κατοικούσαν στοιχειά και με τελετές προσπαθούσαν να τα εξουδετερώσουν.
Τη διττή φύση του ποταμού έχουν εκφράσει μέσα από πολυάριθμες παροιμίες και γνωμικά:
«Όποιος έχει χτήμα στο ποτάμι, έχει συνεταίρο.»
(Λακωνία)
«Αψύ ποτάμι πέρασ' το, το σιγαλό αναμέρα το.»
(Πελοπόννησος)
«Ποταμέ μου να μη σ' ήξερα, κολυμπητά σε πέρναγα.»
(Επτάνησα)
«Από βουβό ποτάμι άπεχε τα ρούχα σου.»
(Κάρπαθος)
Οι πιο παροιμιώδεις, βέβαια, φράσεις είναι:
«Κάνε το καλό και ας το πάρει ο ποταμός.»
«Να το πάρει το ποτάμι;»
Ο λαός πάντα θεωρούσε ότι το ποτάμι στα όνειρα είναι κακό σημάδι, ιδιαίτερα το θολό. Αν κάποιος δει ότι περνάει το ποτάμι και βγαίνει απέναντι, λένε ότι θα περάσει κάποια αρρώστια ή κίνδυνο, αλλά θα τον ξεπεράσει. Αν όμως δεν το περνάει, τότε το όνειρο σημαίνει πιθανό θάνατο. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του κλέφτικου τραγουδιού:
«Απόψε είδα στον ύπνο μου, είδα και στ' όνειρό μου
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Κι είδα έπεσε το φέσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου.
Ξήγα το, Γιώργο, ξήγα το τ' όνειρο που είδ' απόψε.
Το φέσι ειν' το κεφάλι σου, κι η φούντα το κορμί σου
και το ποτάμι το θολό το αίμα της καρδιάς σου.»
Αυτή η αντίληψη έχει τις ρίζες της στην αρχαιοελληνική πίστη ότι όταν κάποιος πέθαινε και πήγαινε στον Κάτω Κόσμο, περνούσε από τρεις ποταμούς, τον Αχέροντα, τον Κωκυττό και τον Πυριφλεγέθωνα. Οι τρεις αυτοί ποταμοί πέρασαν και στη νεοελληνική παράδοση, μέσα από τα μοιρολόγια του λαού:
«Τώρα στον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνω,
ο ένας χωρίζει αντρόγυνα κι ο άλλος χωρίζει αδέρφια,
ο τρίτος ο φαρμακερός τη μάνα απ' τα παιδιά της.»
Ο ποταμός, ωστόσο, ήταν για το λαό της ελληνικής υπαίθρου και σημείο συνάντησης, όταν οι γυναίκες κατέβαιναν για να πλύνουν τα ρούχα κι οι άντρες για να ποτίσουν τα ζωντανά τους. Γι' αυτό και ένα δημοτικό τραγούδι της αγάπης συχνά αρχίζει έτσι:
Βιβλιογραφία:
Κ.Ρωμαίος, Ελλάς, Λαογραφία-Γεωγραφία, Εκδ.Γιοβάνη
Από παλιά οι Έλληνες αναγνώριζαν το διπλό πρόσωπο του ποταμού, που άλλοτε ζωοδότης πρόσφερε τα νερά του για να ποτίσουν τη γη και τα ζώα τους και να ξεδιψάσουν κι άλλοτε καταστροφικός φούσκωνε και παράσερνε τις καλλιέργειες και το βιος τους.
Στην αρχαιότητα κάθε ποταμό τον θεωρούσαν θεό και προσπαθούσαν να τον εξευμενίσουν, αργότερα πίστευαν ότι στους ορμητικούς ποταμούς κατοικούσαν στοιχειά και με τελετές προσπαθούσαν να τα εξουδετερώσουν.
Τη διττή φύση του ποταμού έχουν εκφράσει μέσα από πολυάριθμες παροιμίες και γνωμικά:
«Όποιος έχει χτήμα στο ποτάμι, έχει συνεταίρο.»
(Λακωνία)
«Αψύ ποτάμι πέρασ' το, το σιγαλό αναμέρα το.»
(Πελοπόννησος)
«Ποταμέ μου να μη σ' ήξερα, κολυμπητά σε πέρναγα.»
(Επτάνησα)
«Από βουβό ποτάμι άπεχε τα ρούχα σου.»
(Κάρπαθος)
Οι πιο παροιμιώδεις, βέβαια, φράσεις είναι:
«Κάνε το καλό και ας το πάρει ο ποταμός.»
«Να το πάρει το ποτάμι;»
Ο λαός πάντα θεωρούσε ότι το ποτάμι στα όνειρα είναι κακό σημάδι, ιδιαίτερα το θολό. Αν κάποιος δει ότι περνάει το ποτάμι και βγαίνει απέναντι, λένε ότι θα περάσει κάποια αρρώστια ή κίνδυνο, αλλά θα τον ξεπεράσει. Αν όμως δεν το περνάει, τότε το όνειρο σημαίνει πιθανό θάνατο. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του κλέφτικου τραγουδιού:
«Απόψε είδα στον ύπνο μου, είδα και στ' όνειρό μου
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Κι είδα έπεσε το φέσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου.
Ξήγα το, Γιώργο, ξήγα το τ' όνειρο που είδ' απόψε.
Το φέσι ειν' το κεφάλι σου, κι η φούντα το κορμί σου
και το ποτάμι το θολό το αίμα της καρδιάς σου.»
Αυτή η αντίληψη έχει τις ρίζες της στην αρχαιοελληνική πίστη ότι όταν κάποιος πέθαινε και πήγαινε στον Κάτω Κόσμο, περνούσε από τρεις ποταμούς, τον Αχέροντα, τον Κωκυττό και τον Πυριφλεγέθωνα. Οι τρεις αυτοί ποταμοί πέρασαν και στη νεοελληνική παράδοση, μέσα από τα μοιρολόγια του λαού:
«Τώρα στον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνω,
ο ένας χωρίζει αντρόγυνα κι ο άλλος χωρίζει αδέρφια,
ο τρίτος ο φαρμακερός τη μάνα απ' τα παιδιά της.»
Ο ποταμός, ωστόσο, ήταν για το λαό της ελληνικής υπαίθρου και σημείο συνάντησης, όταν οι γυναίκες κατέβαιναν για να πλύνουν τα ρούχα κι οι άντρες για να ποτίσουν τα ζωντανά τους. Γι' αυτό και ένα δημοτικό τραγούδι της αγάπης συχνά αρχίζει έτσι:
«Κάτω στο ρέμα στις λυγιές
πλένουνε δυο μελαχρινές
και παρακάτω στο βαθύ
πλένει η Ρηνούλα μοναχή.»
Βιβλιογραφία:
Κ.Ρωμαίος, Ελλάς, Λαογραφία-Γεωγραφία, Εκδ.Γιοβάνη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου